Στην αρχή του μητρικού θηλασμού, το μητρικό γάλα είναι πιο υδαρές, ικανοποιώντας τη δίψα του μωρού (Bourne et al. 2007). Κατά τη διάρκεια του θηλασμού, τα λίπη και η ενέργεια αυξάνονται, φτάνοντας στο υψηλότερο σημείο στο τέλος του γεύματος, δημιουργώντας έτσι τον κορεσμό στο βρέφος (Bourne et al. 2007; Neville et al. 1984).
Παρόλο που η περιεκτικότητα σε λίπη διαφέρει από γυναίκα σε γυναίκα, η μέση περιεκτικότητα είναι πάντα 2 με 3 φορές πιο υψηλή τα τελευταία λεπτά σε σχέση με τα πρώτα λεπτά του θηλασμού. Η συνολική ενέργεια επίσης αυξάνεται περίπου 25-30 θερμίδες προς το τέλος του θηλασμού.
Αυτό που είναι επίσης εντυπωσιακό είναι η προσαρμογή του μητρικού γάλακτος στις εξατομικευμένες ανάγκες του βρέφους ανάλογα με το κλίμα της περιοχής στην οποία ζει η οικογένεια. Σε ένα θερμό κλίμα, οι μητέρες παράγουν περισσότερο υδαρές γάλα (το γάλα των πρώτων λεπτών) (Barker, 2009) κάτι το οποίο κρατά τα μωρά καλά ενυδατωμένα. Επίσης, η σχετικά χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο σε θερμές περιοχές επιτρέπει να ικανοποιούνται οι ανάγκες του βρέφους σε υγρά ενώ κρατά το νεφρικό φορτίο χαμηλό.
Σχετικά άρθρα